- πικροκροκίνη
- η, Νχημ. κυκλική οργανική ένωση, ετερογλυκοζίτης, που αποτελεί το πικρό συστατικό τού κρόκου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picrocrocine < πικρ(ο)*- + κροκίνη (< κρόκος, βλ. λ. κρόκινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek
σαφρανόλη — η, Ν (βιοχ.) μονοτερπινική μονοκυκλική αλδεΰδη, η οποία εκχυλίζεται από το φυτό κρόκος, στο οποίο απαντά υπό τη μορφή τού γλυκοζίτη πικροκροκίνη … Dictionary of Greek